- χελύνας
- χελύ̱νᾱς , χελύνηlipfem acc plχελύ̱νᾱς , χελύνηlipfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χελύνη — (I) ἡ, Α 1. το χείλος («Ὅμηρος μὲν ἕρκος ὀδόντων τὰ χείλη καλεῑ, οἱ δὲ παλαιοὶ χελύνας», Πολυδ.) 2. η κάτω γνάθος, το σαγόνι («χελύνη τὰ περὶ τὰ χείλη μέρη τοῡ προσώπου οἱ δὲ ἀμαθεῑς χελύνιον», Φρύν.) 3. φρ. «ὑπ ὀργῆς τὴν χελύνην ἐσθίων»… … Dictionary of Greek